top of page
Search

Το τρίπτυχο του «καλού γονέα»

Το να γίνεσαι γονέας είναι, πιθανώς, ένας από τους πιο απαιτητικούς ρόλους στους οποίους μπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του. Είναι ένας ρόλος με τεράστια ευθύνη και πάρα πολλές υποχρεώσεις που απαιτεί μεγάλες αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη φάση ζωής του, αν μπορούμε να την θέσουμε έτσι.

Ειδικά, το να είσαι γονέας εν έτει 2020 απαιτεί, ίσως, τις περισσότερες προκλήσεις από ποτέ. Η εργασιακή ανασφάλεια (ή και η απουσία εργασίας), οι πολλές ώρες που «καταλαμβάνει» το εργασιακό κομμάτι στη ζωή ενός γονέα, το στρες και τα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργεί αυτή η κατάσταση μαζί με πιθανά προβλήματα στην επικοινωνία και στη «συνεργασία» του ζευγαριού των γονιών κάνει ακόμα πιο δύσκολο τον ήδη απαιτητικό ρόλο ενός γονέα όπως είδαμε.

Στον παρόν κείμενο θα δούμε τις βασικές αρχές που, αν ακολουθήσουν συνεργατικά και πιστά και οι δύο γονείς, πολλαπλασιάζουν τις πιθανότητές τους να οικοδομήσουν μια υγιή σχέση με το παιδί τους, προωθώντας όσο το δυνατόν καλύτερα την ψυχική του υγεία και τις δυνατότητές του.

Η κάθε σχέση μεταξύ γονιών και παιδιού είναι φυσικά ξεχωριστή και απαιτεί τις δικές της προσαρμογές και ξεχωριστές παρεμβάσεις, ωστόσο, το γενικό πλαίσιο της «καλής» συμπεριφοράς των γονέων μπορεί να χωριστεί σε 3 κατηγορίες.

Όσον αφορά στη δυναμική του ζευγαριού, είναι εξέχουσας σημασίας οι δύο γονείς να μοιράζονται, όσο το δυνατόν περισσότερο, την ίδια «φιλοσοφία» πάνω στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού.

Η διαφορετική συμπεριφορά, οι διαφορετικοί κανόνες και οι διαφορετικές απαιτήσεις μπερδεύουν το παιδί που είτε δεν θα μάθει ποτέ πώς να δρα συστηματικά με λειτουργικό τρόπο είτε θα προσαρμόζει τη συμπεριφορά του εξυπηρετώντας της απαιτήσεις του εκάστοτε γονέα.



1. Οριοθέτηση

Το κομμάτι των ορίων που επιλέξαμε να αναφερθεί πρώτο είναι ένα διαχρονικά πολύ μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι γονείς. Θέτω όρια στο παιδί μου, στο μυαλό πολλών γονέων και όχι άδικα, σημαίνει πιθανώς σύγκρουση μαζί του, φωνές, ένταση και καυγάδες. Τα όρια περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων και συμπεριφοράς μέσα σε αυτές: όρια στο πώς μιλάς και σε ποιους μιλάς, τι κάνεις και πώς το κάνεις, πώς συμπεριφερόμαστε μέσα στο σπίτι, πώς συμπεριφερόμαστε σε δημόσιο χώρο, πότε είναι η ώρα της μελέτης και πότε η ώρα της ξεκούρασης και αναρίθμητοι άλλοι μεγαλύτεροι ή μικρότεροι «στόχοι».

Αυτή είναι η λέξη-κλειδί στο κομμάτι των ορίων: οι στόχοι. Οι γονείς, θέτοντας τα όρια στο παιδί τους, οφείλουν να του εξηγούν γιατί αναμένουν από αυτό μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή γιατί θα πρέπει να μάθει να αναβάλει την απόλαυσή του για αργότερα. Το παιδί, μέσω των συζητήσεων αυτών, θα αρχίσει να μπαίνει στη λογική των συνεπειών των πράξεων του και του αντίκτυπου που έχει η συμπεριφορά του σε άλλους ανθρώπους. Οι στόχοι θα πρέπει να είναι κοινώς συμφωνημένοι από τους γονείς και το παιδί ώστε να είναι ρεαλιστικοί, πραγματοποιήσιμοι και εφικτοί από το δεδομένο επίπεδο του παιδιού. Τεράστιας σημασίας ο ρόλος της ενίσχυσης των γονέων προς το παιδί όταν αυτό επιτυγχάνει τον στόχο του και δείχνει την απαιτούμενη συμπεριφορά: είτε μέσα από λεκτική ενίσχυση («Μπράβο!»), είτε με μια βόλτα και με μια δραστηριότητα που του αρέσει. Οι ανεπιτυχείς προσπάθειες του παιδιού δεν είναι δείγμα αποτυχίας αλλά δείγμα ότι χρειάζεται ακόμα περισσότερος χρόνος και προσπάθεια είτε ίσως ένας πιο «εύκολος» ενδιάμεσος στόχος που να είναι στο επίπεδο του. Όπως αναφέραμε και πριν, η κοινή φιλοσοφία των γονέων στο κομμάτι της θέσπισης των ορίων είναι «θεμέλια λίθος» σε αυτήν την προσπάθεια. Εάν το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με διαφορετικούς κανόνες και προσλαμβάνουσες, οποιαδήποτε προσπάθεια για σωστή οριοθέτηση θα πέσει, πιθανώς, στο κενό.

2. Υποστήριξη

Οι γονείς ενός παιδιού θα είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή του για πάρα πολλά χρόνια, σίγουρα όμως στα πρώτα χρόνια της ζωής του όταν και η επιβίωση και η συνολική ψυχο-συναισθηματική του ανάπτυξη, εξαρτώνται σε τεράστιο βαθμό από αυτούς. Η λέξη υποστήριξη περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών και πρακτικών με τις οποίες ο γονιός δείχνει έμπρακτα ότι είναι «παρών» για το παιδί του για να το στηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο χρειαστεί δίχως επίκριση. Πέραν της προαπαιτούμενης κάλυψης των αναγκών της σίτισης και της στέγασης, εδώ θα σταθούμε στο κομμάτι της ψυχοσυναισθηματικής υποστήριξης του γονιού προς το παιδί του.

Εδώ, κεντρικής σημασίας είναι η αποδοχή του γονιού ότι το παιδί του είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος με τα δικά του συναισθήματα, τον δικό του τρόπο σκέψης, τις δικές του συνήθειες, τα δικά του χόμπι, τα δικά του «δυνατά» και «αδύναμα» σημεία.

Σίγουρα, η ανατροφή και η διαπαιδαγώγηση των γονιών θα επηρεάσουν σε έναν σημαντικό βαθμό τον τρόπο σκέψης του παιδιού που θα εσωτερικεύσει (ή όχι) τους κανόνες της οικογένειάς του, ωστόσο, ένα κομμάτι της «ψυχής» του θα είναι πάντα δικό του και περισσότερο συνδεδεμένο με βιολογικούς παράγοντες (νοημοσύνη, ιδιοσυγκρασία). Μπορεί να είναι κοινωνικό ή κλειστό, θαρραλέο ή φοβισμένο, νευρικό ή ήρεμο, με κλίση στα αθλήματα ή με κλίση στις τέχνες μεταξύ άλλων. Μπορεί να είναι καλό στα μαθηματικά ή καλό στη γλώσσα. Μπορεί να είναι συνολικά ένας «τέλειος» μαθητής ή αντίθετα να έχει δυσκολίες σε όλα τα μαθήματα! Ό,τι και αν ισχύει από τα παραπάνω που είναι μόνο μερικά παραδείγματα, ο ρόλος του γονιού παραμένει ίδιος: να υποστηρίξει το παιδί του με κάθε τρόπο σεβόμενος τις δυνατότητές του, τις προτιμήσεις του, τα όνειρά του, τις ανάγκες του. Πόσοι και πόσοι γονείς κάνουν το «λάθος» να φορτώνουν στο παιδί τους δικά τους ανεκπλήρωτα «όνειρα» που θα ήθελαν να τα δουν πραγματοποιούνται μέσω αυτού. Πόσοι και πόσοι γονείς συγκρίνουν τις επιδόσεις των δύο παιδιών τους (ειδικά αν είναι διαφορετικές), προάγοντας το δίπολο ενός «καλού» και ενός «κακού» παιδιού που «εκτοξεύει», πιθανώς, τον ναρκισσισμό του πρώτου ενώ καταρρακώνει την αυτοπεποίθηση του δεύτερου. Πόσοι γονείς συγκρίνουν τον εαυτό τους ως παιδιά και περιμένουν από τα παιδιά τους μια ανάλογη ή εντελώς διαφορετική στάση. Οι πρακτικές αυτές υπονομεύουν τη σχέση του παιδιού με τους γονείς του (ή και τα αδέρφια του), «δηλητηριάζουν» τη δυναμική της οικογένειας και προσθέτουν αβάστακτο φορτίο στην πλάτη του παιδιού ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των γονιών του, απαιτήσεις που είτε δεν μπορεί είτε δεν θέλει να εκπληρώσει. Πολλές σχέσεις γονιών με τα παιδιά τους έχουν διαταραχθεί ακριβώς από αυτές τις πρακτικές με συνέπεια να παραμείνουν τεταμένες ή κακές χρόνια αργότερα. Πολύ μεγάλος αριθμός θεραπευόμενων, άλλωστε, θα θυμηθεί από τα παιδικά του χρόνια, την πίεση που δεχόταν για να ασχοληθεί με χόμπι που δεν τον ενδιέφεραν ή τη σύγκριση που του έκαναν με το πιο «ικανό» αδερφάκι του («γιατί δεν είσαι έτσι και εσύ;»).

Υποστήριξη σημαίνει να είμαι «παρών» για το παιδί μου ώστε να ακούσω τι νιώθει χωρίς κριτική, να του εμπνεύσω την ασφάλεια ότι μπορεί να μου μιλήσει για το οτιδήποτε, να αποδεχτώ τις δικές του δυνατότητες και τις δικές του αγαπημένες δραστηριότητες λειτουργώντας ως ο «βράχος» από τον οποίο παίρνει την απαιτούμενη στήριξη για τα «άλματα» που θα κάνει στην πορεία της ζωής του.

3. Χαλάρωση

Μέσα στη σύγχρονη δίνη των απίστευτα γρήγορων ρυθμών ζωής, της τεράστιας έμφασης στην εργασιακή επιτυχία, των πολλών υποχρεώσεων και του ελάχιστου ελεύθερου χρόνου, έχει υποτιμηθεί και έχει «εξαφανιστεί» σε πολλές περιπτώσεις η ύπαρξη ποιοτικού ελεύθερου χρόνου του γονέα με το παιδί του. Ένα ολόκληρο φάσμα ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, η παιγνιοθεραπεία, δείχνει την ανάγκη και τη χρησιμότητα του παιχνιδιού και των ποιοτικών στιγμών χαλάρωσης μέσα στην οικογένεια για την εύρυθμη λειτουργία της. Δυστυχώς, οι γονείς έχουν σταματήσει να παίζουν με τα παιδιά τους σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είτε λόγω κούρασης, είτε λόγω φυσικής απουσίας, είτε γιατί προτιμούν την πιο «ξεκούραστη» λύση να τα αφήνουν μπροστά σε μια οθόνη, το παιχνίδι μεταξύ παιδιού και γονέα τείνει να γίνει «είδος» προς εξαφάνιση. Και έτσι χάνονται αναρίθμητες ευκαιρίες μιας πολύ πλούσιας και θεραπευτικής διάδρασης μεταξύ τους. Το παιχνίδι είναι η καλύτερη δυνατή ευκαιρία να συνυπάρξουν γονείς και παιδί σε ένα πλαίσιο που έχει μεν κανόνες και όρια συμπεριφοράς αλλά αποτελεί παράλληλα και μια ευχάριστη δραστηριότητα που το παιδί έχει επιλέξει και από την οποία αντλεί ευχαρίστηση. Συνδέοντας την χαλάρωση με την οριοθέτηση που αναφέραμε πριν, πολλές φορές η διαδικασία οριοθέτησης μπορεί να ξεκινήσει μέσα από το παιχνίδι και τη χαλάρωση! Είναι πολύ σημαντικό για το παιδί να δει τον γονιό του σε ένα πλαίσιο που είναι πιο χαλαρός, πιο ευχάριστος, του δίνει την προσοχή του και μοιράζονται από κοινού κάτι χαρούμενο! Και από την πλευρά του γονέα, είναι σημαντικό να ξαναγίνει και πάλι «παιδί» μέσα από τη διαδικασία αυτή μπαίνοντας στην οπτική του παιδιού του και επιτυγχάνοντας ένα πολύ καλύτερο δέσιμο μαζί του. Το παιχνίδι των γονιών με το παιδί είναι, μακράν, η πιο υποτιμημένη διάσταση στην οικοδόμηση μιας υγιούς σχέσης μεταξύ τους και σίγουρα δεν στερείται σημασίας σε σχέση με τις άλλες δύο που αναφέραμε. Ίσως, αντίθετα, να είναι και η σημαντικότερη!

Ο ρόλος του σύγχρονου γονέα είναι πάρα πολύ δύσκολος όπως προαναφέραμε. Και αυτό γιατί ο γονιός επιτελεί και αναρίθμητους άλλους ρόλους στη ζωή του. Είναι εργαζόμενος, είναι σύντροφος, είναι φίλος, είναι και αυτός «παιδί» κάποιων άλλων γονιών! Ωστόσο, όσο πιο κοντά μείνει στις τρεις βασικές αρχές που αναφέραμε (σε συνεργασία και σύμπνοια με τον σύντροφό του), οι πιθανότητες να χτίσει μια πολύ καλή σχέση με το παιδί του είναι με το μέρος του!

11 views0 comments
bottom of page